- κοτυλιαιος
- κοτυλιαῖοςκοτῠλιαῖος3емкостью в одну котилу
(ποτήριον Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ποτήριον Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοτυλιαίος — α, ο (Α κοτυλιαίος, αία, ον και κοτυλιεῑος, εία, ον) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοτύλη τού ιερού οστού (κοτυλιαίος δακτύλιος») αρχ. αυτός που περιέχει μια κοτύλη, ίσος με μια κοτύλη («τὸ δὲ περιαγόμενον ποτήριον οὐ μεῑζον ἦν… … Dictionary of Greek
κοτυλιαίου — κοτυλιαῖος holding a masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλιαίους — κοτυλιαῖος holding a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλιαίας — κοτυλιαίᾱς , κοτυλιαῖος holding a fem acc pl κοτυλιαίᾱς , κοτυλιαῖος holding a fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek